- προωδίνω
- προωδίνω [pron. full] [ῑ],A to be in travail with antecedently,
τὴν κοσμικὴν ἰδέαν Dam.Pr.106
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν κοσμικὴν ἰδέαν Dam.Pr.106
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προωδίνω — ΜΑ 1. κυοφορώ από πριν 2. (κυρίως μτφ.) προετοιμάζω τη διατύπωση μιας ιδέας που έχω ήδη συλλάβει στον νου («προωδίνειν τὴν κοσμικὴν ἰδέαν», Δαμάσκ. Αρχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὠδίνω «έχω ωδίνες τοκετού, εγκυμονώ σκέψεις, ιδέες»] … Dictionary of Greek